Ένας ποιητής καθότανε μαρμαρωμένος,
βαθιά υποψιασμένος.
Εκεί στης Βόρειας Θάλασσας τις εκβολές,
σαλταρισμένος.
Με το μυαλό ταξίδευε
και η άμπωτη του ονείρου καραδοκούσε.
Μία-μία τις αμμοθίνες μετρούσε
με έναν απροσδόκητο φόβο
για εκείνα τα αυλάκια που άνοιγε
κάθε δάκρυ που κυλούσε.
Εκεί που ο ήλιος δύει εξαγριωμένος
στα βάθη της θάλασσας και τα σύννεφα
μαίνονται να τον κατασπαράξουν αν κάνει
να εξαπλωθεί.
Με τις καταιγίδες που στην καρδιά του ζύγωναν,
άρχισαν σαν υγρασία οι περασμένες του πληγές
τα κόκκαλα του να τρυπούν.
Ένα-ένα τα κύματα γλιστρούσαν
με θράσος κάμποσο
για να εναποθέσουν άδεια κελύφη
κάθε χρόνο που περνούσε.
Εκεί που οι σταθμοί των τρένων δεν είχαν βαγόνια
για να επιστρέψει, δρομολόγια για να επιβιβαστεί,
έρωτες για να καταδικαστεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου