Σεργιάνιζες σε εκείνα τα βράχια,
τα μπηγμένα σε ένα πέλαγο βαθύ,
την καρδιά μου για να ταΐσεις πεταλίδες.
Ταξίδευες σε εκείνο το βυθό,
με διαστρεβλωτικά γυαλιά,
τάχα μου να ψάρια πώς κυνηγούσες λες,
μα τον ερωτά μας εκεί μπορούσες
και τον έβλεπες ακόμα πιο μεγάλο.
Και γύριζα τις σελίδες,
αναζητώντας τα δίστιχα του Γκάτσου για να στα θυμίσω,
μα το αφρισμένο κύμα όλο και ζύγωνε για να μας πνίξει.
Και εκείνο το αγέρωχο ξωκλήσι της Αγίας Άννας
μας περιεργαζότανε το ίδιο κατάλευκο και σιωπηλό,
καθώς βυθιζόμασταν ο ένας στην αλήθεια του άλλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου