Λίγα λόγια...

''Aρκεί ένα ποίημα.
Ένα μόνο ποτήρι με στίχους για να μεθύσω.
Έχουν πέσει οι αντοχές μου.
Οι φίλοι μου με μαζεύουν από τα γραπτά μου.
Έλα σήκω πέρασε η ώρα μου λένε.
Έτσι που πας θα καταστραφείς.
Μην παίρνεις τη ζωή κατάκαρδα.
Δεν φταίω εγώ τους απαντώ.
Μικρό η μάνα μου με θήλαζε λέξεις.''
Νίκος Σκούτας.

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Τα ναυάγια

Για να σβηστεί αυτό
που γράφτηκε στο σώμα
πρέπει  κάποιος κάπου κάποτε
μια νέα ιστορία να του πει.

Σαν τα ναυάγια
που στέριωσαν στο χώμα
έτσι σκουριάζει η ανάμνηση
που έμεινε νωπή.

Έρωτας είπανε
πως ήτανε ακόμα
προτού στης θάλασσας
το κύμα βαφτιστεί.

Σαν τα ναυάγια
που δεν έφτασαν ακόμα
σε ποια στεριά,σε ποια αγκαλιά
να χάνεσαι εσύ.

Χτυπάει ο άνεμος
και σπέρνεται στα βράχια
μια ιαχή που πάλλεται τα βράδια
μέσα στο θράψαλο που βάφτισαν κορμί..

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Φώς

Απ'την ανατολή ως και τη δύση
τρέχει το φως πρωτού ραγίσει.

Παίρνει μαζί και σένανε και μένα
και όλα κείνα που μοιάζουνε ειπωμένα.

Από τα έγκατα έως τη ζήση
διάφανο είναι από τη φύση.

Παίρνει τα χρώματα και τα φοράει
και τα οικεία για ξένα τα πουλάει.

Από την άγνοια έως την κρίση
όλα τα χάνει πρωτού κερδίσει.

Δίνει στα μάτια τα ανοιγμένα
μορφές και σχήματα ολανθισμένα.

Και απ'την ψυχή καθώς περνά
τα διάφανα φαντάζουν ορατά.

Εκεί που σώνεται το σκότος
γεννιέται ο ήλιος ο πρώτος.

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Απόβαση

Για μιαν απόβαση στερνή
μιλάει όλη η ανθρωπότης.

Και να σου υψώνεται
του πολέμου το κατάρτι
να πλέει ανατολικά
στης Μεσογείου τα νερά.

Για μιαν απόφαση τρελή
μιλάει μια ξύλινη εκπομπή.

Και να σου ορμάνε
της ειρήνης τα αρπακτικά
το μαύρο γάλα της Γης
να κόψουν σε λεφτά.

Για μιαν απόρθητη σιγή
που από άκρο σ'άκρο έχει σταθεί.

Και να σου τώρα το παιδί
στης Αλεξάνδρειας την αυλή
μαζεύει στάχτες και ψωμί
για κείνο το αύριο που αργεί.

Για μιαν αγάπη ειπωμένη
που ανάξια τώρα αργοπεθαίνει.

Και να σου μια μάνα
στης Δαμασκού το ασκέρι
να ψάχνει χρόνια το παιδί
την ώρα που υποφέρει.

Για κείνη τη νύχτα την φθινοπωρινή
που σαν φύλλο έπεσε η ψυχή.
 







Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Αίσιο

Κάποιος ζωγράφισε μια θάλασσα
έξω από το παράθυρό σου
και όσο τα πράγματα και αν άλλαξαν
γαλάζιο ντύνει το όνειρό σου.

Έβγα λοιπόν στο παραθύρι σου
τον ήλιο για να διαφεντέψεις
και ετσί γοργά ως την ανατολή
σαν το μικρό παιδί να παίξεις.

Κάπου σου κρύψανε ένα θησαυρό
που μάτι ανθρώπινο δεν πιάνει
βαθιά μες της ψυχής το ρημαδιό
να βρίσκεται όποιος το δρόμο χάνει.

Έβγα λοιπόν στο παραθύρι σου
τα άστρα για να κυριέψεις
και ετσί δειλά ώσπου η δύση να φανεί
του ήλιου τη φυγή να ανατρέψεις.

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Γιατί σωπαίνετε?

Στη γειτονιά μου ζει ένας τρελός
που περιφέρεται
με ένα βλέμμα απλανές
δεν υποφέρεται.

Κανείς δεν ένδιαφέρεται
για όσα λέει και κάνει
όταν παραφέρεται
τα λογικά του χάνει.

Ψυχή είναι που φλέγεται
και όσα κάποτε γνώριζε
τώρα τα απόστρεφεται
σαν τη ζωή που όριζε.

Στη γειτόνια μου ζει ένας τρελός
που αποδέχεται
στα μάτια να τον κοιτάς
δεν επιτρέπεται.

Μονάχος του πορεύεται
γιατί μεσα στην τρέλα
μπορεί να ονειρεύεται
μακριά από το ψέμα.

Στη γειτονιά μου ζει ένας τρελός.
Γιατί σωπαίνετε?

Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

Φωνή βωόντος

Σηκώνει ανάστημα και
από τα χείλη λόγια σαν ορδές ξεβράζει.
Άλλοτε ζωές για να διχάσει
και άλλοτε τους αναστεναγμούς για να ξεχάσει.

Στέκει εμπρός και
τα στήθη της προτάσει σαν αγρίμι που καρτερεί.
Άλλοτε το άδικο να υποτάξει
και άλλοτε τους φόβους στη φωτιά να κάψει.

Φωνή βωόντος εν τη ερήμω
του παιδιού η αφοβιά.
Ζωή που θε να'ρθει
το τέλος να πατάξει.

Αναθαρρεί και
στέρεψε ο κάμπος λες και έκλαιγε οληνυχτίς.
Πιότερο θέλει να ξεχάσει,
δίχως άλλοθι να παραπλανηθεί.

Σκύβει το βήμα το λειψό να σιάξει
τούτο τον κόσμο με φευγιό να τον αδράξει.
Πιότερο θέλει να υψωθεί,
κείνα τα λόγια σαν προσευχή να τα φυλάξει.

Φωνή βωόντος εν τη ερήμω
του παιδιού η αφοβιά.
Ζωή που θε να'ρθει
αρχή για να σημάνει.





Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Καντηλάκι

Εκεί που αρχίζει η φωτιά,
εκεί είναι που τελειώνει.

Σε αρπάζει,σε λυτρώνει
και ύστερα το μετανιώνει.

Σαν το φυτίλι που ανάβει
και στο τέλος μαραζώνει.

Καντηλάκι ξεχασμένο
όνειρο μου αλλοπαρμένο.

Εκεί που αρχίζει η φωτιά,
εκεί είναι που τελειώνει.

Σε κλέβει,σε φυμώνει
και τον χρόνο τον παγώνει.

Σαν την κάφτρα που ξεμένει
και ως το τέλος υπομένει.

Καντηλάκι πια σβησμένο
στους αιώνες χαρισμένο.

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Άτροπος

Σήκωσε τα μάτια σου να δείς.
Φοβισμένος,κατατρεγμένος,απαιχθής.
Να δείς του ουρανού τα χαρισμένα.
Πληγωμένος,νάρκισσος,αδαής.
Ρίξε το βλέμμα χαμηλά.
Αλλοπαρμένος,φτωχός,ξενιστής.
Να αγγίξουνε τα βλέφαρα το χώμα που πατάς.
Ξεριζωμένος,μικροαστικός,εραστής.
Θυμήσου τη μνήμη να ξυπνάς.
Τσακισμένος,άπραγος,ταξιδευτής.
Να αρπάξουνε φωτιά οι σκιές
να γίνουν πυροφάνι.
Οι αρχαίοι οι χρησμοί
να γίνουνε λιμάνι
και όσοι δεν ζήσαν να το δούν
σου πλέκουνε στεφάνι.
Τα στόματα πώς βρέθηκαν
με επίθετα κλεισμένα
μες των ρημάτων το χορό
τα πεπραγμένα.



Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Ώσπου

Τρόπους έψαχνα να ταξιδεύω στο άπειρο.
Ώσπου ήρθες εσύ να εκμηδενίσεις όλες τις αποστάσεις.

Δικαιολογίες πρόβαλλα σε έναν καθρεύτη άδειο.
Ώσπου έγειρες και φάνηκε η εικόνα σου.

Δρόμους άνοιγα να μπορώ να δραπετεύω.
Ώσπου έγινες η έξοδος κινδύνου.

Σιωπές έχτιζα να λέω πως δεν σε ξέρω.
΄Ωσπου ήξερα.

Μορφές άλλαζα να μην δείς πως σε πιστεύω.
Ώσπου με πίστεψα.

Λόγια σπατάλησα να σταματήσω τον χρόνο.
Ώσπου άργησα.

Λιμάνια διάλεγα να ξαποσταίνει το ψέμα.
Ώσπου έγινες αλήθεια.


Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Αθήνα 2013

Γέμισανε μέλι τα άνθη σου
και που'σαι να τα δείς.
Σου σάλεψε ο νούς
από πολύ νωρίς.

Γέμισανε τρεχαλητά τα στενοσόκακά σου
και δεν ακούς που παίζουν τα παιδιά σου.
Τους ήχους ελησμόνησες
αποβραδίς.

Γεμίσανε ρυτίδες τα χίλια προσωπά σου
χιόνι λευκό να ντύνει τα μαλλιά σου.
Σα γριά ξεμοραμένη
θυμάσαι τα μεγαλεία τα παλιά σου.

Τελειώσανε τα χρόνια που
έδινες και έλεγες ''χαρισμά σου''.
Χιλιές σκοτούρες απέκτησες
και κρύβεσαι μες στα λευκά σου.

Βαρκούλες αρμενίζουνε στο Πειραιά σου
μιλιούνια φεύγουνε τα αποδημητικά σου.
Μετανάστες παντώς καιρού
τα όνειρα σου.

Πέρνα να σε κεράσω δυο βιολέτες
τα μπουπούκια τα αγνοούν μέχρι και οι κλέφτες.
Αθήνα πόλη του καημού
σ'αγάπησα και ας είσαι αλλουνού.





Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Ανθρωπόμορφο

Τα χρώματα χορεύουν ζαλισμένα
στο άκουσμα της βροχής.
Ο ουρανός αναβοσβήνει
σαν να ζητάει για βοήθεια.

Κάποιος κρυφοκοιτάει
πίσω από το κλειστό τζάμι.

Οι σκέψεις χτυπούν
στην παγωμένη γυάλινη επιφάνεια.
Εξατμισμένες αλήθειες
διαστρευλώνουν τις σκιές απ'τους διαβάτες.

Κάποιος τρέχει χωρίς ομπρέλα
παραδωμένος στην καταιγίδα.

Τα φώτα λάμπουν ασθενικά
για χάρη των βρεγμένων δρόμων.
Ξεχασμένο το σκοτάδι ψάχνει
τρόπο να αναστηθεί.

Κάποιος κλείνει τα μάτια
και αφουγγράζεται.

Οι σιωπές μπλέκονται
με το βρόχινο νερό.
Ο ουρανός μοιάζει
με παραμελημένο εγώ.