Λίγα λόγια...

''Aρκεί ένα ποίημα.
Ένα μόνο ποτήρι με στίχους για να μεθύσω.
Έχουν πέσει οι αντοχές μου.
Οι φίλοι μου με μαζεύουν από τα γραπτά μου.
Έλα σήκω πέρασε η ώρα μου λένε.
Έτσι που πας θα καταστραφείς.
Μην παίρνεις τη ζωή κατάκαρδα.
Δεν φταίω εγώ τους απαντώ.
Μικρό η μάνα μου με θήλαζε λέξεις.''
Νίκος Σκούτας.

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Στοπ καρέ

Σκηνή 18...Μέρος πρώτο....
Μια φράση που ηχεί στο μυαλό μου καθώς τα καρέ της ζωής μου αλλάζουν....Πώς βρέθηκα να αλλάζω έτσι ρόλους?Να προσπαθώ να μάθω τα λόγια μου καλά πριν απο κάθε πράξη σε ένα έργο με άγνωστη πλοκή και περαστικούς συντελεστές...όλοι είναι εδώ για ένα πέρασμα μονάχα..πρέπει να είσαι πειστική...χαμογέλα...κλάψε...νιώσε...σώπασε..
Βρίσκω τον εαυτό μου ανέκφραστο πολλές φορές μπροστά στις αλλαγές και αναρωτιέμαι αν πραγματικά συναισθάνομαι ή όχι...σαν πηγή που έχει στερέψει...σαν λόγια που ψάχνουν να βρούν τη θέση τους στα άγραφα βιβλία του κόσμου...προσπαθώ. Δεν ξέρω τι τελικά είμαστε σε αυτή εδώ τη ζωή πρωταγωνιστές ή θεατές,ηγέτες ή έρμαια,παντοδύναμοι ή αδύναμοι...άνθρωποι ή άτομα..?!Κλεισμένη σε κάποιο βαγόνι,στο παράθυρο κάποιου τρένου χαζεύω την πόλη να καρδιοχτυπά άλλοτε γεμάτη ζωντάνια και άλλοτε μελαγχολικά...δεν θέλω να κατέβω..αποφεύγω την πόρτα που κάθε τόσο ανοίγει λες και αν αποβιβαστώ το φιλμ θα τελειώσει.Το τρένο αδειάζει,οι άνθρωποι έχουν διαφορετικούς προορισμούς...μένω μόνο εγώ και ο οδηγός...αναρωτιέμαι αν κάπου κατεβαίνει και αυτός δουλεύει όλη μέρα..?!Αλήθεια δεν τον έχω δει ποτέ να αποβιβάζεται...δεν κατεβαίνω ούτε εγώ λοιπόν...STOP.Πάμε πάλι..!

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

''Τενεκεδένια όνειρα σε αστικούς καμβάδες''

Είδα παιδιά σου λέω....έπαιζαν σε τενεκεδένιους σταθμούς, μέσα σε κονσερβοκούτια.Στο ταβάνι γκρίζος ουρανός και γύρω γύρω σιδερένιοι τοίχοι.Μα αυτά ακόμα ονειρεύονταν και τρέχανε από δω και από κει μες στους σταθμούς,περιγελώντας τους μεγάλους..
Είδα και μεγάλους δεν σου λέω...να τρέχουν για κάποιο μοντέρνο ραντεβού υπό την επίρροια κάποιας τέχνης,με χαρτοφύλακες βαριούς και στην ματιά τους γλωσσοδέτη.Μονάχα μερικοί λύναν το μυστήριο τους, ενοχλημένοι τάχα από τα παιδιά που τσούλαγαν στις κουπαστές της σκάλας και περνούσαν από αυτούς ξυστά.
Και έτσι άλλοτε oι φωνές γινόντουσαν σιωπές σαν έφευγε το τρένο και έπειτα οι σιωπές γινόντουσαν φωνές σαν έφτανε ένα άλλο.
Στην είσοδο στεκόταν κάποιος άνεμος να γεμίζει την αναμονή και από τα μεγάφωνα κάποια μελωδία να ντύνει τη σκηνή του αποχωρισμού ή της άφιξης.Τα τρένα να περνούν σαν βιαστικοί διαβάτες της υπεκφυγής,μην κοντοσταθούν,μην νιώσουν,μην φυλακιστούν στους σταθμούς ,απλά να ταξιδεύουν.
Μα στάσου τα παιδιά συνεχίζουν..το ίδιο και οι μεγάλοι...μονάχα ένας πλανόδιος έχει μείνει.. ..βγάζει ένα καβαλέτο και από εκεί μέσα τους χαζεύει.
Εικόνα ενός κόσμου που απλά περιφέρεται από παιδί,παραφέρεται σαν μεγάλος.
Επιβίβαση.Κλείνω τώρα.