Πρωί πρωί κάτω απ'τα φύλλα της ιτιάς
ντελάλι βγήκε και συστηνότανε ως καρεκλιάς.
Τέσσερα ξύλα κρατούσε ενωμένα
και ερμήνευε πως σαν καρέκλα ήτανε βαλμένα.
Κάποτε τα πούλησε σε μία με το όνομα Μπερνάρντα
που από το πολύ γινάτι ποτέ δεν στέργιωσε με άντρα.
Πάνω στο ξύλο της ιτιάς καρφώθηκαν τα δόντια της οχιάς
που χρόνια απ'το φαρμάκι της έπινε ο καρεκλιάς.
Κορμί είχε από ξύλο και το πρωί πήγαινε κόντρα στον ήλιο,
τον ίσκιο του φοβότανε και πήγαινε σκυφτός.
Τάχα σταυρούς πως ξύλωνε σαν ένωνε τα ξύλα με καρφιά
όμως τα δυο του τα χέρια δενόντουσαν ακόμα πιο σφιχτά.
ντελάλι βγήκε και συστηνότανε ως καρεκλιάς.
Τέσσερα ξύλα κρατούσε ενωμένα
και ερμήνευε πως σαν καρέκλα ήτανε βαλμένα.
Κάποτε τα πούλησε σε μία με το όνομα Μπερνάρντα
που από το πολύ γινάτι ποτέ δεν στέργιωσε με άντρα.
Πάνω στο ξύλο της ιτιάς καρφώθηκαν τα δόντια της οχιάς
που χρόνια απ'το φαρμάκι της έπινε ο καρεκλιάς.
Κορμί είχε από ξύλο και το πρωί πήγαινε κόντρα στον ήλιο,
τον ίσκιο του φοβότανε και πήγαινε σκυφτός.
Τάχα σταυρούς πως ξύλωνε σαν ένωνε τα ξύλα με καρφιά
όμως τα δυο του τα χέρια δενόντουσαν ακόμα πιο σφιχτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου