
από τα χείλη λόγια σαν ορδές ξεβράζει.
Άλλοτε ζωές για να διχάσει
και άλλοτε τους αναστεναγμούς για να ξεχάσει.
Στέκει εμπρός και
τα στήθη της προτάσει σαν αγρίμι που καρτερεί.
Άλλοτε το άδικο να υποτάξει
και άλλοτε τους φόβους στη φωτιά να κάψει.
Φωνή βωόντος εν τη ερήμω
του παιδιού η αφοβιά.
Ζωή που θε να'ρθει
το τέλος να πατάξει.
Αναθαρρεί και
στέρεψε ο κάμπος λες και έκλαιγε οληνυχτίς.
Πιότερο θέλει να ξεχάσει,
δίχως άλλοθι να παραπλανηθεί.
Σκύβει το βήμα το λειψό να σιάξει
τούτο τον κόσμο με φευγιό να τον αδράξει.
Πιότερο θέλει να υψωθεί,
κείνα τα λόγια σαν προσευχή να τα φυλάξει.
Φωνή βωόντος εν τη ερήμω
του παιδιού η αφοβιά.
Ζωή που θε να'ρθει
αρχή για να σημάνει.