
Τη δέχτηκα για τη διαφορετικότητά της.
Την ευχάριστη και τη δυσάρεστη.
Όποτε με απογοήτευε η ασχήμια της
πάντα η ίδια γεννούσε κάτι όμορφο
για να με καλοπιάσει.
Και γω δεν ήθελα τίποτα πιότερο
από το να την περπατώ.
Να περπατώ κάθε φορά και άλλη ιστορία.
Και όταν χανόμουν στους βρώμικους της δρόμους
να περιμένω μιαν Ακρόπολη
το δρόμο πάλι να μου δείξει.
Έτσι την κουβαλούσα μέσα μου μέχρι προχτές.
Έπαψε πια η οσμή να μου την θυμίζει.
Σαν να έχασε το παιδί τη μάνα.
Η πόλη μου είχε σκάσει σαν δακρυγόνο
ανάμεσα στα βλεφαρά μου.
Η όραση είχε μουδιάσει τις άλλες μου αισθήσεις.
Μόνο το σώμα μηχανικά συνέχισε το δρόμο του.