
μια ήττα να χαρίσω.
Την ατολμία δίχως άλλο απαρνήθηκα
για της αγάπης τα καρφιά.
Αγάπη κόκκινη όπως το αίμα
που σταλάζει στην άκρη των δαχτύλων.
Και όπως στη μάχη καρτερούσα
ο θάνατος να με βρει,
εκείνος στον ύπνο μου έμελλε να ρθει.
Τον ρώτησα ποια μοναξιά γυρεύει
να μεστώσει και έτσι ύπουλα
τα ονειρά μου γυροφέρνει.
Απάντηση δεν πήρα, μονάχα σαν
εφιάλτη τον θυμάμαι να απομακρύνεται
για άλλη μια φορά.
Καβάλα στο άρμα κάποιας πλάνης ηδονικής,
που κάποιοι ονομαζαν αφελέστατα ζωή
το χρόνο βρέθηκα να πολεμάω μανιασμένα.
Και όταν η μανία με τύφλωσε για τα καλά
δεν αναγνώρισα τη φωνή σου,
εχθρός δεν ήσουν μήτε φίλος.
Ήσουν ο φόβος και εγώ απλά ένας ίσκιος λαβωμένος.''